- έγκλιμα
- ἔγκλιμα, το (Α)1. κλίση, κατωφέρεια2. (για μηχανή) λοξή στάση ή τοποθέτηση3. (για στρατό) ήττα, υποχώρηση4. επικλινής έκταση5. γραμμ. εγκλιτική λέξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔγκλιμα — slope neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλιμάτων — ἔγκλιμα slope neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλίμασι — ἔγκλιμα slope neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλίμασιν — ἔγκλιμα slope neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλίματα — ἔγκλιμα slope neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλίματι — ἔγκλιμα slope neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλίματος — ἔγκλιμα slope neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)